9.4 C
Alexandroupoli
Wednesday, May 1, 2024

Οι αξέχαστοι “γραφικοί” της παλιάς Αλεξ/πολης

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

21112010289

Αναρωτιούνται πολλοί σημερινοί Αλεξ/πολίτες, γιατί υπήρχαν στην πόλη τα χρόνια των δεκαετιών 50-60 και μέχρι τέλους του 1970, ιδιόρρυθμοι και περίεργες μορφές γραφικότητας, χωρίς όμως να τους κατατάξουν στον περιθωριακό κόσμο, με την έννοια που αποδίδεται σήμερα ο χαρακτηρισμός αυτός.

Είναι απλό. Γιατί υπήρχε και κόσμος αλλιώτικος.

- Advertisement -

Δηλαδή, τοποθετούσαν, τότε πρώτα τον άρχοντα, τον παραλή, τον μορφωμένο, τον κιμπάρη, τον άνθρωπο του τζακιού, τον επιστήμονα, τον καλλιεργημένο, τον σοβαρό.

Στην κατώτερη βαθμίδα κατάταξης, τον φτωχό, τον παρία, τον αμόρφωτο, τον ζαβό και τον περίεργο.

Αυτά τα σκαλιά της κατάταξης τα βάζανε οι κοινωνιολόγοι και οι λαογράφοι πολιτοκοσμικοί.

Μ’ αυτό το κομμάτι σήμερα, η στήλη θα γυρίσει πολύ πίσω να ξαναθυμηθούμε τις μορφές των γραφικών της πόλης.

Μοβ φουστάνι, μοβ καπελαδούρα, μοβ τσάντα, μοβ παπούτσι γόβα στιλέτο με τακούνι 12πόντο και βάλε.

Ιδού η Μαντάμ Σουσού της Αλεξ/πολης, κατά κόσμο Συροπούλου Ελένη, δικαστικός υπάλληλος που έμενε σε μονοκατοικία της οδού Κυρίλλου δίπλα στο σπίτι του Γυμνασιάρχη Ταμπακίδη.

Έμοιαζε με γερασμένο μανεκέν, μακιγιάζ έντονο, χτένισμα (όταν δεν φορούσε καπελαδούρα) κουπ – λάχανο με αποχρώσεις τουρκουάζ και στα δύο χέρια της έτρεχαν σαν τον Καγκασέιρο, βραχιόλια, φλουριά και μεταγιόν, ενώ στο κορσάζ του λαιμού της με καμιά δεκαριά περιελίξεις πέρλες και κολιέ της οκαζιόν.

Σκουλαρίκια στα αυτιά της, κρεμόταν σαν τσουρμάδες με πολύχρωμα στρας της ψευτοπλατίνας.

Η τουαλέτα της ακόμα και στις μέρες της υπηρεσίας της ήταν πάντα πολυπλίσιδες πάλευκες και μπομπονιερέ, μάξι με ζώνη χρυσοποίκιλτη και αγκράφα πολιορκητικού κριού.

Λέγανε ότι ήταν από γενιά αρχοντομαθημένη, με κολέγια, κλειδοκύμβαλο, ξένες γλώσσες και άλλα ευγενικά.

Σπάνια γέλαγε, σοβαρή σαν πρόεδρος δικαστηρίου, αλλά ξηγιότανε λαϊκά και ανθρώπινα σε ντόπιους που είχαν προβλήματα και τους βοηθούσε με την πολυγνωσία της.

Τη χρησιμοποιούσανε και σα διερμηνέα εκτός από τα άλλα δικαστικά και έφυγε μόνη της χωρίς οικογένεια, από τη ζωή γύρω στο 1980.

Πάμε σ’ έναν άλλο τύπο γραφικό τον Καράμπελα της δεκαετίας του ’60.

Μαλλί, μουστάκι, φαβορίτες παραπλήσια του λουκ του Χίτλερ και των νταβατζήδων της Τρούμπας Πειραιώς.

Βαρεία πηγαδίσια φωνή, κρεατοελιά φουντουκένια στο μάγουλο και χαμόγελο διαρκείας και καταφερτζήδικο.

Καταγωγή από Πελοπόννησο, κατέφυγε στα μέρη μας καταδιωκόμενος από Πατρινούς τυχοδιώκτες, είχε παράγκα σφαιριστήριο εκεί στα παλιά ψαράδικα που μετά την παρέδωσε στον Βαλαβάνη.

Ο Καράμπελας ήταν ξύπνιος μάγκας και σκάρωνε έξυπνα, για βιοπορισμό, κόλπα και κομπίνες.

Όταν περιβόητο κόλπο ήταν αυτό που το αφηγούνται μέχρι σήμερα, οι παλιοί Αλεξ/πολίτες που τον ξέρανε καλά.

Την άραζε λένε, από το πρωί ο Καράμπελας έξω από το ΚΤΕΛ, τότε ήταν στη γωνία Μαζαράκη – Βενιζέλου λίγο πιο πέρα από τα σημερινά γραφεία της Ε.Θ.

Όταν έβλεπε, με την αετίσια του ματιά, κανένα χωρικό από τα γύρω χωριά της πόλης, που κατέβαινε να πουλήσει την πραμάτεια του, κοτόπουλα, βούτυρο και αυγά, τον πλησίαζε και τον παραμύθιαζε παζαρλίδικα για την τιμή του προϊόντος.

Ταυτοχρόνως παρατηρούσε πότε θα βγει από το γραφείο του ΚΤΕΛ ο σταθμάρχης (τότε χρέη σταθμάρχου έκανε ο σχωρεμένος Στρατογιαννάκης) για να αναγγείλει αναχωρήσεις λεωφορείων στο παρά πέντε του δρομολογίου.

Το λαμόγιο ο Καράμπελας, αφού τότε έψηνε τον χωρικό να αγοράσει το κοτόπουλο στη συμφωνημένη τιμή, τον έπειθε να πάει να πληρωθεί από το φαρμακείο του Φαράτση στην απέναντι γωνιά, επειδή τάχα ο φαρμακοποιός ήταν ο πατέρας του που του είχε δώσει εντολή να φορτώσει στο λεωφορείο φάρμακα για Διδ/χο και δεν είχε λεφτά μαζί του.

Από εκεί και πέρα, Λούις ο Καράμπελας, μην τον είδατε με το αγαθό της απάτης του στη μασχάλη.

Γραφικότατος όμως ήταν και ο Ρήγας που πουλούσε ρίγανη και φλαμούρια, γυρνώντας ποδαράτα σ’ όλες τις πιάτσες και γειτονιές της Αλεξ/πολης καθημερινά.

Τον είχανε δώσει το παρατσούκλι “ο ιτς” γιατί συχνά το σερβίριζε όταν συζητούσε. Έλεγε π.χ. “δεν υπάρχει φράγκο στην τσέπη, ιτς σου λέω, ή δεν έχω σάλιο ιτς ή ιτς για ούζο και καφέ. Χαιρετούσε τον κόσμο στρατιωτικά με το αριστερό χέρι γιατί το δεξί ήταν αγκυρωμένο με το δισάκι των βοτανικών και τη γλίτσα που μ’ αυτή επιχειρούσε να κτυπήσει και να κυνηγήσει την πιτσικαρία που τον πρόγκαγε πετώντας του σαπάκια και μαλαστούφες.

Εξαφανίσθηκε κάποια μέρα από τις πιάτσες οριστικά και μερικοί ισχυρίζονται ότι χάθηκε σε κάποια χαράδρα στα βουνά της Αισύμης μαζεύοντας ρίγανη και παπαδίτσα.

Ο Σερίφ κατά κόσμο Αναστάσης και ο ομογάλακτός του Χουσεϊν επονομαζόμενος και Βάνα ήταν οι κλασσικοί κλοσάρ της Αλεξ/πολης.

Ήταν δύο περιθωριακοί τύπου, εξυπηρετικοί για πάσα χρήση από τους καλοθελητές συμπολίτες μας, από καθαριότητα σπιτιών, κοπάνισμα χαλιών στο ρέμα Κρυονερίου, γυάλισμα παπουτσιών και βιτρινών μαγαζιών.

Ολίγον μεσόκοποι και οι δύο, με ατομικά βίτσια και κουσούρια σεξίτικα, που δεν πείραζαν όμως κανένα.

Τσογλαναρέοι οι λεγόμενοι “τορναδόροι της μαγκιάς” τους κάνανε άγριες φάρσες, συνειρμικά με τη φτιάξη τους.

“Κύριε Πρόεδρε, όλη η Αλεξ/πολη ερωτεύεται, τον Σερμπέτη λένε ανώμαλο”. Έτσι είχε απολογηθεί ενώπιον δικαστηρίου, ο ξεχωριστός πλούσιος Τούρκος με τα περίεργα γούστα του για τα αγόρια και τους γιαλατζή μάγκες της πόλης, ο Σερμπέτ ο παραπιδημών χρόνια πολλά στην Αλεξ/πολη.

Ένα κράμα μισοσερνικού και μισοθηλυκού, ο μεγιστάνας παραλής με πολλές ιδιοκτησίες κτιρίων στην πόλη, άφησε εποχή με τα καμώματά του σ’ όλη της Αλεξ/πολη.

Άψογο ντύσιμο, αλαφροΐσκιωτο χαριτωμένο περπάτημα, μελαχρινό τσακπίνικο πρόσωπο με γυριστές γυναικείες βλεφαρίδες, λαναρίσιο κατάμαυρο σγουρό μαλλί, πλούσιο ριγμένο με αφέλεια στο μέτωπο και πολλά στολίδια, χαϊμαλιά και χρυσο-αλυσίδες στον κόρφο του.

Τσοκ σεκερλής μεμέτης, τον φάγανε, λένε, κάτι τακίμια στην Αθήνα, με στιλέτα στο νεφρό όταν πήγε για περαιτέρω απολαύσεις στην πρωτεύουσα.

Γραφικός τύπος αλλά μάπας περιωπής ήταν ο Μάκης ο Κεφάλας.

Θελήματα των αφεντικών της ψαραγοράς έκανε ο αγαθός Σαμοθρακίτης που τον στέλνανε στα σπίτια πελατών της αγοράς των μεγαλονοικοκυριών με καλαμένιο κοφίνι στο υπερμεγέθους κεφάλι του που το γεμίζανε με πέτρες και σαβούρα οι ψαρομανάβηδες για να σπάσουν άγαρμπη πλάκα.

Φαρής, Σαμπρής, Μπελαμής, Χιόνης, Γιορδάνης, Αντώνατος, Γιούργιας και άλλοι επώνυμοι τύποι στην Αλεξ/πολη, τότε, δεν έχει σημασία που δεν του περιγράφουμε ξεχωριστά τώρα σ’ αυτό το κομμάτι, γιατί πρέπει να σταματήσουμε σ’ αυτό το σημείο με την υπόσχεση να συνεχίσουμε μια άλλη φορά, ανασύροντας μνήμες από αφηγηματικά παλιών Αλεξ/πολιτών που συλλέχτηκαν για τις ανάγκες της στήλης

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

spot_img
spot_img
Wednesday, May 1, 2024

Latest News

Θα μπορούν να έχουν δεύτερη συχνότητα τα ραδιόφωνα του Έβρου

Ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, είχε συνάντηση πριν από λίγο στο Νομαρχείο Αλεξανδρούπολης με τους ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών σταθμών...

More Articles Like This