Δουλειά ζητούσε και ψωμί
‘κεί κάτω στην πατρίδα
η φτώχεια τον μαστίγωνε
βαρύς του αφέντη ο ζυγός
κι αβάσταχτος ο πόνος
ρυτίδωσε το πρόσωπο
του άμοιρου εργάτη
και πάνω στην εσχάτη
το δρόμο πήρε κι έφυγε
στα μακρινά τα ξένα
δουλειά να βρει ο φουκαράς
χρήματα να κερδίσει
για να μπορέσει σύντομα
τη φαμελιά να ζήσει
Με το μπογαλάκι τους κρεμασμένο στον ώμο
γεμάτο μ’ όνειρα κι ελπίδες
αφήσανε πίσω τους οικογένειες και πατρίδες
και πήραν της ξενιτιάς το δρόμο
δουλειά και μεροκάματο να βρουν σε ξένες χώρες
χωρίς να λογαριάσουνε καθόλου
τον πόνο του ξενιτεμού τις άχαρες τις μπόρες
Δημήτρης Κ. Κοσμίδης
Stuttgart