Στης πλατείας τα παγκάκια
κάθονταν τα γεροντάκια
και περνάγανε τις ώρες
στις μεγάλες τους τις μπόρες.
Μια γελούσαν και μια κλαίγαν
για τα νιάτα πάντα λέγαν
πως περάσανε τα χρόνια
φύγαν και τα χελιδόνια.
Χάνεται η ομορφιά τους
και ραγίζει η καρδιά τους
χάνουνε και την υγειά τους
στη σκληρή τη μοναξιά τους.
Ο ένας έχει την καρδιά του
ο άλλος πέτρα στα νεφρά του
άλλος έχει σκοτοδίνη
και άλλος τη χοληστερίνη.
Άλλος στα πλευρά του σφάχτη
άλλος έχει καταράχτη
άλλος έχει τη χολή του
και προστάτη στο πουλί του.
Ποιός τους γέρους λογαριάζει
κι αν πεθάνουν δεν πειράζει
πρώτα ήταν τιμημένοι
τώρα είναι ξεχασμένοι.
Ο άνθρωπος πολλά περνάει
όσο κι αν πολύ πονάει
έχει δύναμη μεγάλη
σαν υψώνει το κεφάλι.
Με το πέρασμα ο χρόνος
εμεγάλωνε ο πόνος
ανεβήκανε στο πλοίο
και είπαν στη ζωή αντίο.
Στέλιος Ντουρανίδης
και το γεροντάκι
Σπήλαιο Ορεστιάδος