Ο πόλεμος Θήβας Αθηνών, τελείωσε με νίκη,
στο Δήλιο, κι έφερε πολλή, σε όλους μαζί τη … φρίκη.
Φρίκη, γιατί απέτρεπαν, οι νικητές Καδμείοι,
των πεσόντων τα σώματα, να πάρουν οι Αργείοι.
Στην Ελευσίνα βρέθηκαν, οι μάνες των νεκρών,
στο ιερό της θεάς Δήμητρας, για τον εξιλασμόν.
Μάταια οι δύστυχες προσπαθούν, εκλιπαρούν και λένε.
– Δώστε, σας ικετεύουμε, τους νεκρούς μας, και κλαίνε.
Μαζί τους και ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους,
κι αυτός θρηνεί κι εκλιπαρεί, στην εικόνα αυτή του άγους.
Κι είναι ντροπή για τους νεκρούς, κι άγος είναι μεγάλο,
και κρίμα, να μένουν άθαφτοι, ρεζίλι … δίχως άλλο.
Τότε, όλοι παρακαλούν τη μάνα του Θησέα,
να ‘ρθει ο γιος της πάραυτα, να λήξουν τα μοιραία.
Και η Αίθρα, θερμοπαρακαλεί, το γιο στην Ελευσίνα,
να πάει εκεί και να του ειπεί, και όχι στην Αθήνα…
Πως, οι Αργείοι κι ο Άδραστος, όλοι τους ικετεύουν,
να επιστρέψουνε οι νεκροί, στα πάτρια γυρεύουν.
Φθάνει ο Θησέας στο ναό, και τον Άδραστο βλέπει,
που εκλιπαρεί τον ήρωα. Μικρό δείγμα ικέτη.
Διστάζει ο Θησέας αρχικά, βοήθεια να δώσει,
και θυμίζει στον Άδραστο, του Αμφιάραου τη γνώση*.
Μα τελικά τον συγκινούν, τα δάκρια της μάνας,
και συναινεί στο αίτημα των ικετών, και της ζωής της πλάνας.
Ο Θησέας στέλνει κήρυκα, που λέει στους Θηβαίους.
Να παραδώσουν τους νεκρούς, για να μην έχουν … νέους!
«Κι είναι ντροπή οι στρατηγοί δίχως τάφο να μένουν,
για την Ελλάδα ολόκληρη». Κρίμα να την … μιαίνουν.
Μα ο Θηβαίος άρχοντας, ο Κρέοντας, ζητάει,
απ’ τον Θησέα, ο Άδραστος σ’ άλλον τόπο να πάει.
Ο Θησέας, έξαλλος απαντά, στου Κρέοντα το θράσος,
πως δεν έχει δικαίωμα, κι ούτε του δίνει θάρσος…
Να εντέλλεται με αναίδεια, να ζητά απ’ την Αθήνα,
φίλους να διώχνει άσκεφτα, και να σπρώχνει στην πείνα.
Άγρια μάχη ακολουθεί, Θηβαίων κι Αθηναίων,
και ο χαμός, ο άδικος, πολλών της Θήβας νέων.
Τώρα, οι τιμές όλων των νεκρών, Αργείων κι Αθηναίων,
είναι οι πρέπουσες τιμές. Είναι τιμές …γενναίων!
Μόνον, ο Καπανέας** ρίχνεται σε μια πυρά μεγάλη,
γιατί του Δία ο κεραυνός του ‘πεσε στο κεφάλι.
Στην ίδια πυρά ρίχνεται μόνη της κι η Ευάδνη,
του Καπανέα η σύντροφος, να πάει σαν αράχνη.
Μάταια ο πατέρας της, ο Ίφις, ο Αργείος,
επιχειρεί, να μην τη βρει, θάνατος τόσο αχρείος.
Κι αφού δεν τα κατάφερε, την κόρη του να σώσει,
αποχωρεί στο σπίτι του, εκεί να βαλαντώσει.
Τότε, η Παλλάδα έρχεται και λέει στο Θησέα,
να εξορκίσει τον Άδραστο, μην έρθουν τα … μοιραία.
Κι ότι, δεν θα εισβάλλουνε, οι Αργείοι στην Αθήνα,
θα ‘ναι και φίλοι τους πιστοί, και θα περνάνε … φίνα!.
*Υπήρξε δυσοίωνος χρησμός για τον Άδραστο.
** Καπανέας, ένας από τους επτά στρατηγούς
Αθ. Παπατριανταφύλλου