Η ιστορία πείθει κατά τρόπο αδιάψευστο ότι όλα ανεξαιρέτως τα εθνικά μας δεινά οφείλονται κατά κύριο λόγο σε σφάλματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας! Σφάλματα τραγικά, ασυγχώρητα, εξακολουθητικά, ανεπανόρθωτα, τα οποία επηρέασαν δυστυχώς και εξακολουθούν να επηρεάζουν ολεθρίως όλα ανεξαιρέτως τα εθνικά μας ζητήματα!
Επί παραδείγματι, η μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός-γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου, η de facto αλλά δυστυχώς και de jure διχοτόμηση της Κύπρου, η όχι απλώς υποβάθμιση, αλλά και η πλήρης εγκατάλειψη του βορειοηπειρωτικού ζητήματος, η προκλητικώς ολοένα και περισσότερο ακατάσχετος εντεινόμενη επεκτατική απέναντί μας στάση της Τουρκίας, η άκρως επικίνδυνη διακινδύνευση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στο Αιγαίο, και η συστηματική θα λέγαμε μη προβολή και διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων γενικότερα, φέρουν όλα ανεξίτηλη δυστυχώς την σφραγίδα της αποτυχημένης εξωτερικής μας πολιτικής, η οποία χαρακτηρίζεται δυστυχώς από ανικανότητα, ενδοτισμό και υποταγή στις όποιες απαιτήσεις των «Μεγάλων» και ειδικότερα των …«συμμάχων» μας, αντί να εμπνέεται από εθνική υπερηφάνεια, αταλάντευτη προσήλωση στο εθνικό χρέος και καθήκον και προπάντων από το κατά βάθος μέγα και ανερμήνευτο ελληνικό φιλότιμο!
Δεν πρόκειται για επιπόλαιες, αβάσιμες και ανεύθυνες, ευκόλως και ασυνέτως προβαλλόμενες κατηγορίες, αλλά για ιστορικές αδιάσειστες αλήθειες, οι οποίες όντως πληγώνουν, και γι’ αυτό συνήθως αποφεύγομε να τις αναφέρουμε, κρυπτόμενοι πίσω από το απελπιστικώς ισχνό και για τούτο άχρηστο για την περίπτωση δάχτυλό μας.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους σύγχρονους «νάνους», oι οποίοι ασκούν σήμερα την εξωτερική μας πολιτική, χωρίς να ξέρουν στην κυριολεξία τι τους γίνεται, αλλά και σε μεγάλους όντως άνδρες που την άσκησαν κατά το απώτερο κυρίως παρελθόν, προ των οποίων ολίγον έλλειψε η ιστορία να υποκλιθεί παρασυρόμενη, αλλά τελικώς το απέφυγε ως αλάνθαστη, συνετή, αδέκαστη και από πάσης ανθρώπινης αδυναμίας απαλλαγμένη!
Είναι γνωστό ότι ο όντως μέγας εκείνος Έλ. Βενιζέλος ομολόγησε αρκετά από τα σφάλματά του σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής και όσα δεν ομολόγησε του τα καταλόγισε δικαίως η ιστορία, όπως στο «μικρασιατικό» και το «βορειοηπειρωτικό»!
Συνήθως προς δικαιολογία προβάλλονται α) η «διπλωματική ανάγκη» με ό,τι σημαίνει αυτό και β) η αδυναμία μας γενικώς ως «Χώρας μικράς».
Δεχόμαστε το δυσχερές και πολύπλοκο έργο της διπλωματίας καθ’ εαυτό, όπως επίσης και το ότι είμαστε χώρα «μικρά», κατά την εκτίμηση όμως μόνο των «μεγάλων και ισχυρών», και όχι κατά την αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία είναι τελείως διαφορετική! Εκείνο όμως το οποίο ο κάθε απλός Έλληνας αρνείται να αποδεχθεί, είναι η απόδοση σ’ αυτά τα δεδομένα όλων των τραγικών σφαλμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής! Με άλλα λόγια ούτε οι διπλωματικές διελκυστίνδες, ούτε το σχετικώς «μικρόν» της Χώρας μας μπορούν να δικαιολογήσουν τα αντικειμενικώς ασυγχώρητα σφάλματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Στα δύσκολα χρειαζόμαστε την ικανή διπλωματία, στην οποία κυριαρχεί ο κανόνας: «όσα περισσότερα διεκδικείς, τόσα περισσότερα λαμβάνεις»!
Εδώ ακριβώς εντοπίζονται τα σφάλματα της εξωτερικής μας πολιτικής: η Ελλάδα ποτέ δεν ζήτησε αυτά πού μας ανήκουν.
Πάντα υποχωρητική και ενδοτική, πάντα συμβιβαστική σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων! «Όποιος όμως υποχωρεί στον διπλωματικό αγώνα είναι πάντα χαμένος». Ο θεμελιώδης κανόνας; «Ο επιμένων νικά» ισχύει και στην πολιτική και ειδικότερα την εξωτερική, δηλαδή στην διπλωματία.
Ζήτα στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων όσα μπορείς περισσότερα και θα λάβεις αρκετά, αρκεί να επιμένεις αμετακίνητα στα αιτήματά σου, κάτι το όποιο δυστυχώς δεν έπραξε η Ελλάδα ποτέ!
Το χειρότερο δε, είναι ότι όχι μόνο δεν απαιτήσαμε ποτέ τα «εμά», αλλά υποχωρούμε εξακολουθητικώς προ των απαιτήσεων των άλλων σε βάρος των συμφερόντων μας!
Αυτό σήμερα το λέμε ανερυθριάστως «συνετή» πολιτική. Θεωρούμε «σύνεση» την υποχωρητικότητα, τον ενδοτισμό, την Εθνική ταπείνωση, την οποία ακολουθούμε συστηματικώς και κατ’ εξακολούθησιν ως τον πλέον ενδεδειγμένο κανόνα στις διεθνείς σχέσεις. Υπό άλλες συνθήκες η συμπεριφορά αυτή θα χαρακτηριζόταν «Εθνική μειοδοσία» και θα είχε δικαίως την «ένδικον μισθαποδοσίαν»!
Το θέμα είναι «εθνικώς» λίαν ευαίσθητο, και δεν επιτρέπει περαιτέρω αναλύσεις και εξειδικεύσεις.
Και «ο νοώνν νοείτω»! Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να το αγνοήσουμε.
Αντιθέτως, η απλή επισήμανσή του ίσως να βοηθήσει στην επί τα «βελτίω» πορεία των εθνικών μας θεμάτων! Κάτι το οποίο ευχόμαστε όλοι οι απλοί, ανυστερόβουλοι και άδολοι Έλληνες πατριώτες.
Βασίλειος Ευτ. Νικόπουλος
Επίτιμος Πρόεδρος Α.Π.