Μια αδέσποτη νότα, ένας απρόσμενος ήχος, όπως ο χτύπος της μεταλλικής πόρτας που πάει να κλείσει, μια λέξη που αιωρείται ολίγα δευτερόλεπτα πριν συναντήσει την αιωνιότητα, θυμίζουν τον πλανόδιο που ζητάει να πλαισιωθεί ή ακόμα να πλαισιώσει κάτι πιο μεγάλο και ουσιαστικό από αυτόν και δεν έχει τίποτα παρά να ελπίζει στην κατάλληλη συγκυρία…σαν αυτής της κόκκινης κλωστής, κρεμασμένης στην φόδρα της φούστας η οποία χαλάει την όψη του ρούχου, γι αυτό και κόβεται, τρεμουλιάζει κάτω σε απόγνωση (είναι σκληρό το να σε εκτοπίσει κανείς όσο δικαιολογημένο κι αν φαίνεται), βρίσκει ούριο άνεμο, πετάει ψηλά, γαντζώνεται από το κλαδί ενός δέντρου και αρχίζει μια νέα ζωή ως μια προέκταση του, σαν ένα αγγείο, γοργός ποταμός, να ανεμίζει, να καρδιοχτυπά ως σημαία αισιοδοξίας.
Ένα διαμάντι να λιάζεται στο δρόμο, να σε ανοιγοκλείνει το μάτι, να περιμαζεύεται, να ξεσκονίζεται και προς απογοήτευση του περαστικού πάλι να καταλήγει στο έδαφος. Πόσες καρδιές ακόμα και πόσες παλάμες θα ματώσουν εξαιτίας του, μέχρι να καταλήξει στο βάζο μιας ηλικιωμένης, τόσο κομψό σχήμα απέκτησε το γυαλί μετά από τον κατακερματισμό του. Η τύχη του θρύψαλου μες στη ατυχία του!
Το ασημένιο κουταλάκι από το ρετιρέ της χλιδάτης πολυκατοικίας απέναντι -απαραίτητο συνοδευτικό ενός πρωινού- έκανε φτερά μαζί με την καρακάξα για να καλλωπίσει πιθανόν την φωλιά της. Ως γνωστό, οι καρακάξες παρά την εμφάνιση τους δεν υστερούν σε γούστο, αλλά και η αίγλη του φρουρίου δεν είναι πάντα σε θέση να αποτρέψει το μοιραίο αν τα παράθυρα του παραμένουν ανοιχτά, αυτό κι αν είναι απότομη προσγείωση της μεγαλοπρέπειας…
Πόσες φορές ενώ παραβρίσκομαι με εύθυμη παρέα αισθάνομαι ένα βαρύ βλέμμα πάνω μου και δίχως να σηκώσω το δικό μου για να κοιτάξω το διπλανό, αντιλαμβάνομαι ότι τα κρυφά μου φύλλα φανερώθηκαν, όπως προδόθηκαν και οι σκέψεις μου, γιατί απέναντι κάθεται η ίδια μου η ψυχή. Πετάω τα χαρτιά στο τραπέζι βγαίνω έξω για να πάρω αέρα και τότε….
Τα μικρά πράγματα που μέχρι στιγμής φαινόταν ασήμαντα αποκτούν νόημα και οι λεπτομέρειες την απαιτούμενη βαρύτητα.
Σπεύδω να ελευθερώσω ένα φτερό που έχει σφηνώσει στο πλεκτό μου για την περιέργεια και την τόλμη του να αψηφήσει τον περιορισμό του μαξιλαριού και να γνωρίσει τον κόσμο, το ίδιο έκανα στο παρελθόν με τις μέλισσες παγιδευμένες στον ιστό της αράχνης. Αλήθεια, πλέον δεν μαζεύω τα ευωδιαστά λουλούδια, μόνο τις ηλιαχτίδες μπλεγμένες στα άνθη τους, αλλά και τα απολιθώματα σαν κι αυτό το κράμα ζωής και θανάτου σε δυο λέξεις “Για σου!”
(Σαρίδου Νάνη, 2020, ποιητική συλλογή « Οι πίνακες του Ερμή» )