Ένα παιδάκι έκλεψε,
του δασκάλου την πλάκα,
και με χαρά την έφερε,
στο σπίτι μες στη σάκα.
Κι η μάνα του το παίνεψε.
-Μπράβο του λέει παιδί μου.
Έτσι να κάνεις πάντοτε,
για να ‘χεις την ευχή μου.
Μια άλλη φορά έκλεψε,
ρούχα απ’ τη γειτονιά,
του άρεσε και το ‘κανε,
κι αυτό πολύ συχνά.
Κι όσο τα χρόνια πέρναγαν,
έκλεβε πιο πολλά,
μεγάλα αντικείμενα,
κι από τα πιο καλά.
Αλλά, μια μέρα πιάστηκε,
στα πράσα, επ’ αυτοφώρω,
και τον πηγαίνανε πολλοί,
στον δήμιο, για τον … φόρο.
Τον πήγαιναν για κρέμασμα,
κι η μάνα ακολουθούσε.
-Πού σε πηγαίνουν γιόκα μου;
Πικρά μοιρολογούσε.
-Έλα κοντά μανούλα μου,
έλα να με φιλήσεις,
Τον τελευταίο ασπασμό,
θέλω να μου χαρίσεις.
Κι όταν αυτή πλησίασε,
και πάει να τον φιλήσει,
έσκυψε και της δάγκωσε,
πολύ σκληρά τη … μύτη.
Την έκοψε και φρούμαξε,
σαν ζώο πονεμένο.
-Συ φταις, που θα με δεις
σε λίγο κρεμασμένο.
Γιατί, δεν με τιμώρησες,
στην πρώτη μου κλεψιά,
κι αντί μπράβο, δε μου ‘δωσες,
στο σβέρκο… καρπαζιά;
Αθ. Παπατριανταφύλλου Κομοτηνή