Πού πήγες νιότη κι έφυγες
στα μακρινά τα ξένα;
Και έστειλες τα γηρατειά
να ‘ρθουνε και σε μένα;
Ρυτίδες πολλές στο πρόσωπο
και σε όλο το κορμί μου
και εμπειρίες πάρα πολλές
έχω στη ζωή μου.
Τα ενενήντα τρία γέμισα
δεν ξέρω πού θα φτάσω
και τη ζωή την όμορφη
δεν θα την χορτάσω.
Πέρασαν τα χρόνια γρήγορα
σα να ‘τανε μια μέρα
καθημερινώς τα σκέπτομαι
τη νύχτα και την μέρα.
Πώς πέρασαν τα χρόνια μου
τα χρόνια τα ωραία
και οι αναμνήσεις μείνανε
να κάνουμε παρέα.
Σκέπτομαι τις γειτονιές,
τα υπέροχα χωριά μας
που ήτανε χαρούμενη
πάντα η καρδιά μας.
Μπορεί να ζούσαμε φτωχά
και μέσα στο σκοτάδι,
οι μέρες ήταν όμορφες
και όμορφο το βράδυ.
Η γειτονιά μας όμορφη
με τον καλό τον κόσμο,
την καλημέρα σου έλεγαν
με σεβασμό στον δρόμο.
Και τα νυχτέρια τα όμορφα
που γίνονταν τα βράδια
στα σπίτια μας τα φτωχικά
που μοιάζαν με παλάτια.
Μπορεί να υπήρχε φτώχεια
μπορεί να ζούσαμε φτωχά
είχαμε όμορφη καρδιά
με όλα τα καλά.
Σήμερα τα χωριά μας έχουν
σπίτια καλά και δρόμους
δυστυχώς υπάρχει ερημιά
χωρίς καν ανθρώπους.
Και τώρα θα ήθελα να πω
στα νέα μας παιδιά
να έχουν πάντοτε παντού
την καλή τους λεβεντιά.
Πάντα με χαμόγελο
να κάνουν την δουλειά τους
ποτέ να μην πάρουνε
αέρα τα μυαλά τους.
Νέοι μην απελπίζεστε
η ζωή είναι μπροστά σας.
Θα ‘ρθουν ημέρες όμορφες
με όλα τα καλά σας.
Στέλιος Ντουρανίδης
Σπήλαιο Ορεστιάδος