Με αφορμή την γέννησή του, πριν από 140 χρόνια, στο Διδυμότειχο – Ήθελα από ενωρίς, να προσφέρει στην Ελλάδα.
Λέγεται πως το όνομα κάποιου ανθρώπου σφραγίζει την συμπεριφορά και τις πράξεις του, χωρίς όμως να σημαίνει πώς δεν συμβαίνει και το αντίθετο.
Δηλαδή η συμπεριφορά και οι πράξεις να δίδουν λάμψη στο όνομα. Στην περίπτωση του δαιμόνιου Έλληνος Ευγενίου Ευγενίδου, που ερχόταν στην ζωή πριν από 140 χρόνια, και οι δύο εκδοχές έχουν εφαρμογή στον βίο και το έργο του.
Σπάνια επιχειρηματική ευφυΐα, ευπατρίδης πολίτης τού κόσμου, αλλά και εθνικός ευεργέτης, οραματίστηκε και συνετέλεσε στην δόξα της πατρίδος του μέσα από την αδιάκοπη προσφορά του.
Ήθελε από νωρίς να προσφέρει
Γεννημένος τον Δεκέμβριο 1882 στο Διδυμότειχο αμέσως μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη.
Εφόδιά του είχε την αγωγή της ευαίσθητης μητέρας του, Χαρίκλειας Αφεντάκη, και τον πλούτο ανθρωπιστικής καλλιέργειας που φρόντισε από νωρίς να του μεταδώσει ό πατέρας του, ο ανώτατος δικαστής Αγάπιος Ευγενίδης.
Ο Ακαδημαϊκός και συνεργάτης της «Εστίας», ο οποίος τον γνώριζε, κατέθεσε την μαρτυρία του μέσω της πρωτοσέλιδης στήλης του: «Από τα θρανία της Ροβερτίου Σχολής, μου εξωμολογήθη κάποτε, όταν τον πρωτογνώρισα ως γενικόν πρόξενον της Φινλανδίας, ότι ονειροπολούσε να κερδίσει άφθονο χρήμα, όχι για τον εαυτό του μόνο, αλλά για να μπορεί να φαίνεται χρήσιμος και στους άλλους.
Το έκανε σαν αληθινός χριστιανός και πατριώτης, αθόρυβα, μυστικά. Ενέδιδε σ’ όσες αιτήσεις αφορούσαν πράγματα πού θεωρούσε ωφέλιμα στο σύνολο.
Έτυχα κάποτε, όταν άνοιγε την αλληλογραφία του: Ποιος θα μπορούσε να φαντασθεί, ότι θα έδινε χρήματα ακόμη και για την έκδοση των απομνημονευμάτων του Μεταξά;
Επλήρωνεν εκδόσεις, εχρηματοδοτούσε αποστολές, έδινε υποτροφίες, διευκόλυνε ταξίδια καί, όπως ό Συγγρός, είχε ολόκληρο κατάλογο πτωχών, που βοηθούσε και άρχιζε απ’ αυτούς την πληρωμή των μηνιαίων του… “υποχρεώσεων”».
Επιχειρηματική δράσις
Μετά την αποφοίτησή του από την Ροβέρτειο Σχολή, όπου έλαβε εφόδια με τα οποία ενισχύθηκαν η οξεία ευφυΐα του και η πολυσύνθετη προσωπικότης του, αφιερώθηκε αμέσως στον επιχειρηματικό στίβο της Κωνσταντινουπόλεως, με τον ακμάζοντα λιμένα της και τον έντονο οικονομικό παλμό της.
Συνεταιρισθείς με τον οίκο «Reppen», άρχισε να ασχολείται εντατικώς με την εισαγωγή ξυλείας. Για την εξυπηρέτηση αυτού του εμπορίου και δεδομένου ότι ο λιμήν της Κωνσταντινουπόλεως εστερείτο τότε επαρκούς αριθμού φορτηγίδων, ίδρυσε ναυπηγείο στον Κεράτιο Κόλπο για την κατασκευή τέτοιου είδους σκαφών, αναγκαίων για τις φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων εκείνη την εποχή.
Η εισαγωγή λοιπόν ξυλείας στην Ανατολή από την Φινλανδία και την Σκανδιναβική χερσόνησο, τον έφερε σε επαφή με μία από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές εταιρείες, την «Μπρόστρομ Κονσέρν». Τότε ήταν που συνέλαβε την ιδέα να οργανώσει την ανατολική γραμμή της.
«Μας έφαγε όλους!..»
Τολμηρός και μεγαλεπήβολος, επαρουσιάσθη στο συμβούλιό της και υπεσχέθη, εάν του ανέθεταν την πρακτόρευση αυτής της γραμμής, να τους δίδει κέρδη ποα θα ισοδυναμούσαν με ένα καινούργιο φορτηγό ατμόπλοιο τον χρόνο.
Έτσι του ανέθεσαν την οργάνωση της «Σβένσκα Όριεντ Λίνιε», που στην αρχή ωστόσο δεν πήγαινε καλά και παρ’ ολίγον να χρεοκοπήσει τον Ευ. Ευγενίδη.
Για να την κρατήσει, αναγκάσθη να ναυλώνει ο ίδιος τα πλοία που πρακτόρευε, κουβαλώντας ξυλεία και κατακλύζοντας τις αγορές.
Οι τιμές όμως εξέπεσαν και θα έχανε τα πάντα, αν δεν είχε την έμπνευση να ιδρύσει ένα ναυπηγείο, να μεταβάλει την ξυλεία σε φορτηγίδες και να τις μοσχοπουλήσει.
Γι’ αυτήν του την κίνηση ο επιχειρηματίας Πρόδρομος Μποδοσάκης είχε πει το περίφημο: «Είδες εκεί τί κατάφερε ο μαουνιέρης;… Μάς έφαγε όλους!…».
Εγκατάστασις στην Ελλάδα
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που βίαια ξερίζωσε τον ακμαίο Ελληνισμό της Πόλεως, οδήγησε τον Ευγ. Ευγενίδη στην Ελλάδα.
Με επίκεντρο τον Πειραιά ξεκίνησε, σε ηλικία 40 ετών, τον νέο κύκλο της πολύμορφης και γεωγραφικά εξακτινωμένης επιχειρηματικής δράσεώς του. Αναλαμβάνει λοιπόν την γενική για την Ελλάδα πρακτόρευση της «Σβένσκα Οριεντ Λίνιε», και πυρετωδώς αποδύεται στην κολοσσιαία προσπάθεια της αναπτύξεώς της.
Το οργανωτικό δαιμόνιο του διαλάμπει και πάλι σε ευρεία έκταση και τα αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν.
Το «Σκανδιναβικόν Πρακτορείο», που διεχειρίζετο τα συμφέροντα της «Σβένσκα Όριεντ Λίνιε» στην Εγγύς Ανατολή, καθίσταται ο πλέον υποδειγματικός πρακτορειακός σταθμός σε όλη την Μεσόγειο.
Έτσι τα εθνικά μας προϊόντα πλέον όδευαν προς την Σουηδία όχι μέσω του λιμένος του Αμβούργου, αλλά απ’ ευθείας εκ Πειραιώς.
Ο Ευ. Ευγενίδης κατόρθωσε λοιπόν να ανοίξει μια πόρτα από την οποία ο πλούτος εισέρρεε στην χώρα μας. Είναι πιά ο επιχειρηματίας που μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο στην διαμόρφωση της οικονομίας της Ελλάδος.
Δεύτερη προσφυγιά
Η επόμενη περίοδος στην ζωή του Εύ. Ευγενίδη άρχισε μέσα στην θύελλα του δεύτερου μεγάλου πολέμου. Δεύτερη κατά σειρά προσφυγιά ανοίγεται μπροστά του, λίγο πριν τα στρατεύματα του «Άξονος» εισβάλουν στην Ελλάδα.
Στην αρχή θα μεταβεί στην Αίγυπτο, γρήγορα όμως κατηφόρισε στη Νότιο Αφρική, όπου με έδρα το Καίηπ Τάουν οργάνωσε τακτική γραμμή προς την Νότιο Αμερική, που του άνοιξε τον δρόμο για μετεγκατάσταση στο Μπουένος Άιρες. Εκεί προβλέπει τις πρώτες μετά τον πόλεμο οικονομικές και ναυτιλιακές εξελίξεις και προσαρμόζει αναλόγως τις επιχειρηματικές προοπτικές του.
Συνέπεια της διορατικότητός του υπήρξε η ίδρυσις της μεγάλης εφοπλιστικής εταιρείας «Home Lines» με έδρα την Ελβετία, με στόχο την εξυπηρέτηση του ογκώδους μεταναστευτικού ρεύματος από την Ευρώπη προς τις άλλες ηπείρους.
Το εγχείρημα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, η σφραγίδα όμως της ισχυρής επιχειρηματικής δραστηριότητός του ετέθη εντονότερα μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Τα πλοία τής «Home Line» δεν άργησαν να καταλάβουν την τρίτη θέση στην επιβατική κίνηση της γραμμής του Βορείου Ατλαντικού.
Η εθνική ευεργεσία
Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, ο Ευ. Εύγενίδης ξεκίνησε το μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο του, πού έλαβε διαστάσεις εθνικής ευεργεσίας. Ένα περιστατικό που αποκαλύπτει τα αισθήματα του προικισμένου αυτού Έλληνος της διασποράς υπήρξε η ηγεμονική προσφορά του στους πληγέντες των Τονίων Νήσων από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953.
Στα θερμά λόγια που εισέπραξε για την ευγνωμοσύνη των κατοίκων, αντέδρασε τόσο απλοϊκά: «Τίποτα δεν έκαμα. Είναι στοιχειώδες καθήκον ν’ απαντούμε στη φωνή της Πατρίδος».
Την μεγαλύτερη όμως προσφορά του την κατέλιπε μετά τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1954.
Μέσω της διαθήκης του, διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για την συγκρότηση του Ιδρύματος Ευ. Ευγενίδου, «του οποίου σκοπός είναι να συμβάλη εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγένειας εν τω επιστημονική) και τεχνική) πεδίω».
Οι μεστές αυτές σε περιεχόμενο γραμμές που περιελαμβάνοντο στην διαθήκη του ήταν αποτέλεσμα σκέψεων και ενεργειών πολλών χρόνων. Από πολύ νωρίς είχε οραματιστεί μια Ελλάδα ευθυγραμμισμένη με την τεχνική πρόοδο της εποχής και ικανή να συναγωνισθεί τις άλλες, προηγμένες χώρες.
Εκτελεστή της επιθυμίας του όρισε την αδελφή του Μαριάνθη, σύζυγο του Γεωργίου Σίμου, εκπροσώπου στην Ελλάδα τής «Ρουμανικής Ατμοπλοΐας», η οποία σήκωσε στους ώμους της το βάρος του μεγάλου χρέους.
Χάρις εις στις άοκνες προσπάθειές της εξεπλήρωσε την βούλησή του, συστήνοντας το Ίδρυμα Ευγενίδου δύο χρόνια αργότερα, το 1956, με τα εγκαίνια του κτιρίου να πραγματοποιούνται το 1966.
Μέχρι τον θάνατό της το 1981 δεν σταμάτησε για τον διαρκή εμπλουτισμό των δραστηριοτήτων του.
Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς